- πτυκτόν
- πτυκτόνfoldedneut nom/voc/acc sgπτυκτόςfoldedmasc acc sgπτυκτόςfoldedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτυκτοῖο — πτυκτόν folded neut gen sg (epic) πτυκτός folded masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυκτοῖς — πτυκτόν folded neut dat pl πτυκτός folded masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυκτά — πτυκτόν folded neut nom/voc/acc pl πτυκτός folded neut nom/voc/acc pl πτυκτά̱ , πτυκτός folded fem nom/voc/acc dual πτυκτά̱ , πτυκτός folded fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυκτῶ — πτυκτόν folded neut gen sg (doric aeolic) πτυκτός folded masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυκτῷ — πτυκτόν folded neut dat sg πτυκτός folded masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυκτός — ή, ό / πτυκτός, ή, όν, ΝΑ, και πυκτός, ή, όν, Α αυτός που μπορεί να διπλωθεί, πτυσσόμενος, διπλωμένος, διπλωτός αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτυκτόν η διπλωμένη γάζα σε πληγή 2. φρ. «πίναξ πτυκτός» δέλτος διπλωτή, από δύο λεπτές ξύλινες πινακίδες… … Dictionary of Greek